- ἐπίπνοια
- ἐπίπνοιαbreathing uponfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιπνοίᾳ — ἐπιπνοίᾱͅ , ἐπίπνοια breathing upon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπνοια — ἐπίπνοια, ἡ (AM) [επίπνους] θεία έμπνευση (α. «κατὰ θείαν ἐπίπνοιαν» β. «ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν», Πλάτ.) αρχ. φύσημα, πνοή («ἐπίπνοιαι χειμεριναί», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
ἐπιπνοίας — ἐπιπνοίᾱς , ἐπίπνοια breathing upon fem acc pl ἐπιπνοίᾱς , ἐπίπνοια breathing upon fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπνοίαι — ἐπιπνοίᾱͅ , ἐπίπνοια breathing upon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπνοιῶν — ἐπίπνοια breathing upon fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπνοίαις — ἐπίπνοια breathing upon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπνοιαι — ἐπίπνοια breathing upon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπνοιαν — ἐπίπνοια breathing upon fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφόρησις — ἐμφόρησις, η (AM) 1. υπερπλήρωση 2. υπερβολική πολυφαγία και πολυποσία 3. υπερβολική ηδονή, ευχαρίστηση, απόλαυση αρχ. έμπνευση, επίπνοια, επινόηση … Dictionary of Greek
επίπνευσις — ἐπίπνευσις, ή [επιπνέω] 1. πνεύση, πνοή, φύσημα 2. ιατρ. ταραγμένη, ανώμαλη αναπνοή 3. έμπνευση, επίπνοια («ὅ τε ἐνθουσιασμὸς ἐπίπνευσίν τινα θείαν ἔχειν δοκεῑ», Στράβ.) … Dictionary of Greek